- φθίνοντας
- φθί̱νοντας , φθίωks̥i-pres part act masc acc pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
φθίνοντας — φθί̱νοντας , φθίω ks̥i pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών … Dictionary of Greek